- δοτικῆς
- δοτικόςinclined to givefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-φι(ν) — Α αρχαϊκό επίθημα ουσ. που απαντά κυρίως στην Μυκηναϊκή. Δηλώνει την τοπική και την οργανική πτώση, συνήθως τού πληθυντικού και συνάπτεται απευθείας στο θέμα τών ονομάτων τής α και γ κλίσης χωρίς συνδετικό φωνήεν, πρβλ. τα μυκην. rewopi = λεFομπ… … Dictionary of Greek
αλκί — ἀλκί (Α) ποιητικός τύπος δοτικής τού αλκή κατά μεταπλασμό «ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299 έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ (βλ. και ἄλαλκε). ΠΑΡ. ἀλκή] … Dictionary of Greek
διιπετής — διιπετής, ές (Α) 1. αυτός που έπεσε από τον Δία, δηλ. από τον ουρανό, ουρανοκατέβατος 2. (για ποταμούς, ανέμους κ.λπ.) ορμητικός 3. αυτός που βρίσκεται σε συνεχή ροή 4. θεϊκός, λαμπρός, αστραφτερός 5. φρ. «διιπετεῑς οἰωνοί» οιωνοί που πετούν προς … Dictionary of Greek
αλξ — ἄλξ, η (Α) υποθετική ονομαστική που εικάζεται από τον ομηρικό τύπο δοτικής ἀλκὶ* (πρβλ. ἀλκὶ πεποιθώς) … Dictionary of Greek
δαήρ — (δαέρος), ο (Α) ο αδελφός τού συζύγου, κουνιάδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαία λέξη που δηλώνει συγγένεια και που συνδέεται με αντίστοιχες ινδοευρ. λέξεις, όπως αρχ. ινδ. devar, λατ. lēvir (μεταπλασμένο κατά το vir), αρμ. taygr, λιθ. diever is,… … Dictionary of Greek
δακρυσίστακτος — δακρυσίστακτος, ον (Α) 1. όποιος στάζει πολλά δάκρυα 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) δακρυσίστακτα με πολλά δάκρυα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυσι, τ. δοτικής (τοπικής) πληθυντικού + στακτός (πρβλ. αρμασί δουπος, ναυσί θοος, ορεσί τροφος, χερσι δάμας) … Dictionary of Greek
δαϊκτάμενος — δαϊκτάμενος, η, ον (Α) ο σκοτωμένος στη μάχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαΐ, επικός τ. δοτικής τής λ. δαΐς(Ι)* «πόλεμος, μάχη» + (μτχ.) κτάμενος, τού αορ. έκτανον του ρ. κτείνω «σκοτώνω» (πρβλ. αρηϊκτάμενος)] … Dictionary of Greek
εθελοντί — (AM ἐθελοντί) επίρρ. θεληματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα τού ι] … Dictionary of Greek
εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… … Dictionary of Greek
λάθρα — (I) (Α λάθρα και λάθρα και δωρ. τ. λάθρη) επίρρ. κρυφά, μυστικά, χωρίς να γίνει κάποιος αντιληπτός (α. «ἐβουλήθη λάθρα ἀπολῡσαι αὐτήν», ΚΔ β. «ὁ δὲ οἱ παρελέξατο λάθρη», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. ύπουλα, προδοτικά 2. ανεπαίσθητα, ελαφρά 3. φρ. «λάθρῃ… … Dictionary of Greek